- πανικοβάλλω
- πανικοβάλλω, πανικόβαλα βλ. πίν. 146
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πανικοβάλλω — 1. προκαλώ πανικό 2. μέσ. πανικοβάλλομαι κυριεύομαι από πανικό, μέ πιάνει μεγάλος φόβος για κάτι, τρομοκρατούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανικός + βάλλω «ρίχνω, χτυπώ»] … Dictionary of Greek
πανικοβάλλω — πανικόβαλα, πανικοβλήθηκα, πανικοβλημένος 1. μτβ., προκαλώ πανικό, τρομάζω: Οι πρώτες σεισμικές δονήσεις πανικόβαλαν τον κόσμο. 2. μέσ., πανικοβάλλομαι με πιάνει πανικός, τρομοκρατούμαι: Ο κόσμος πανικοβλήθηκε περισσότερο από τις ανεύθυνες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek